- βρέχοντας
- βρέχωAcut. (Sp.)pres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
περιχύνω — και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν 1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω 2. μέσ. περιχύνομαι μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται … Dictionary of Greek
τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που … Dictionary of Greek
Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… … Dictionary of Greek
Μπλακ Ρίβερ — (Black River). Ονομασία ποταμών των ΗΠΑ. 1. Παραπόταμος (480 χλμ.) του Γουάιτ Ρίβερ, που διασχίζει το ΝΑ Μισούρι και το ΒΑ Άρκανσο. Πηγάζει από το οροπέδιο του Όζαρκ στην πολιτεία Μισούρι και, αφού δεχτεί από τα δεξιά τα νερά των ποταμών Κιούρεντ … Dictionary of Greek